λωβοτροφείο

λωβοτροφείο
το (Α λωβοτροφεῑον)
το ίδρυμα ή ο τόπος όπου ζουν οι λεπροί, λεπροκομείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωβός «λεπρός» + -τροφεῖο (-τροφός < τρέφω), πρβλ. θηριο-τροφείο, ιχθυο-τροφείο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”